Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (εφεξής το «Ειδικό Δικαστήριο») αποτελεί σώμα ειδικής δικαιοδοσίας, η λειτουργία του οποίου ενεστώτως διέπεται από τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (Ν.23/1983) ως εκάστοτε τροποποιείται (εφεξής ο «Νόμος») - παλαιότερα σχετικές νομοθεσίες ήσαν οι περί Ενοικιοστασίου του 1975 (Ν.36/1975) και περί Ελέγχου Ενοικίων (Υποστατικά Εργασίας) του 1961 (Ν.17/1961), αντίστοιχα - και επιλαμβάνεται συγκεκριμένων ζητημάτων συναφών με τον προρρηθέντα Νόμο. Η λειτουργία του αντιδιαστέλλεται δε με αυτή των Επαρχιακών Δικαστηρίων, τα οποία κέκτηνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν και αποφανθούν επί διαφοράς πολιτικής φύσης μη εμπίπτουσας στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου (σύμφωνα με τον Ν. 14/60, ερμηνευτικές διατάξεις, ως πολιτική επάγεται η διαφορά μη ποινικής φύσεως).

Φαίνεται δηλαδή να υιοθετείται η απαγωγή σε άτοπο (reductio ad absurdum), ήτοι, όποιο ζήτημα που είναι αδύνατον να θεωρηθεί εμπίπτον του Ειδικού Δικαστηρίου (και λοιπών Δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας όπως το πρωτόδικο Ναυτοδικείο, Εργατικών Διαφορών και Οικογενειακό), συγκαταλέγεται καταρχήν εντός της αντίστοιχης των Επαρχιακών Δικαστηρίων, μια πρακτική) και εβρίσκουσα έρεισμα στην λογική, προσέγγιση. Ίδετε ενδεικτικά τον έντιμο Χριστοδούλου Δ. στην ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗ και Κ&C Snooker & Pool Entertainment Αριθμός Αγωγής.: 181/13 (πρωτόδικη) ο οποίος υποκινούμενος από αυτήν την προσέγγιση κατ' αρχάς εξέτασε εάν η αντιδικία ενέπιπτε της δικαιοδοσίας του Ειδικού Δικαστηρίου και, στην περίπτωση που δεν θα ενέπιπτε, διατίθετο να επιληφθεί της ουσίας της αντιδικίας, συλλογιστική που επικροτήθηκε κατ' έφεση από το Ανώτατο Δικαστήριο - με την έφεση της υπόθεσης θα ασχοληθώ κατοπινά.

Περαιτέρω, μνείας χρήζει η υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Elbee Ltd (1999) 1A Α.Α.Δ. 149, αφορώσα αίτηση για certiorari και prohibition, που καταχωρήθηκε ένεκα της έκδοσης απόφασης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο επίλυσης εργατικών διαφορών λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης, ελλείψει, ως ισχυρίστηκαν οι αιτητές, δικαιοδοσίας, στην οποία (αίτηση) προωθήθηκε ισχυρισμός περί ανυπαρξίας δικαιοδοσίας παντός Δικαστηρίου, ο οποίος όμως ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι «Εφόσον η αστική διαφορά δεν υπαγόταν σε άλλο δικαστήριο δυνάμει ειδικής νομοθετικής διάταξης, υπαγόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο.» Ίδετε κατ' αναλογία τις Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 και ΑΚΑΚ Marine Company Ltd. ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1993) 1 Α.Α.Δ. 664, οι οποίες αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ηλία -ν- Αλωνεύτη (1995) 1ΑΑΔ 938. Στην τελευταία, εντοπίζεται το ακόλουθο απόσπασμα∙ ήτοι «αρμόδιο για την επίλυση κάθε διαφοράς που ανάγεται στην εκπλήρωση αστικών υποχρεώσεων είναι το κατά τόπο αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο· εκτός αν η επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς υπάγεται, βάσει των διατάξεων δικαιοδοτικού νόμου, σε άλλο πολιτικό δικαστήριο. Αυτό προκύπτει από τον προσδιορισμό των αρμοδιοτήτων του επαρχιακού δικαστηρίου, που απαντούνται στο Άρθρο 21 του Ν. 14/60, σε συνάρτηση με τον ορισμό του όρου "αγωγή" στο Άρθρο 2 του ιδίου νόμου, όπως επισημαίνεται στην απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται».

Συνεπώς, ενόψει της αρχής που πιστεύω ότι απηχεί ο λόγος της Αλωνεύτη (ανωτέρω) ότι παν δικαίωμα επάγεται θεραπείας (ubi jus ibi remedium), δεν θα εθεωρείτο ακροσφαλές το συμπέρασμα ότι η δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων τεκμαίρεται, μαχητώς, αναφορικά με την εκδίκαση αντιδικίας που δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία άλλου Δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας.

Το περί αντιθέτου εύρημα, θα υπονόμευε ενδεχομένως το κατοχυρωμένο δικαίωμα εκάστου στη δίκαιη δίκη επί τω ότι δεν θα υπήρχε αρμόδιο, με δικαιοδοσία δηλαδή, Δικαστήριο, να επιληφθεί της ουσίας της αντιδικίας (και διάγνωσης πιθανής παραβίασης των σχετικών πολιτικών (civil) δικαιωμάτων) (ίδετε την ανάλυση στην Golder v. the United Kingdom, 21 February 1975, §§ 35-36, Series A no. 18 αναφορικά με το δικαίωμα της πρόσβασης στο δικαστήριο ως αποτελόν πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη). Καίτοι, το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, αν και όχι απόλυτο, υπόκειται σε περιορισμό, μόνον τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας ως προς τον επιδιωκόμενο, νόμιμο, σκοπό. (ίδετε Golder v. United Kingdom, άνω, § 38 και F.E. v. France, 30 October 1998, § 44, Reports of Judgments and Decisions 1998-VIII). Τα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ κράτη, διατηρούν ένα περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) ως προς την κατεύθυνση της εγχώριας ρύθμισης του δικαιώματος, κυρίως ένεκα της φύσης τούτου του δικαιώματος (Al-Dulimi and Montana Management Inc [GC], no.5809/08, § 126, ECHR 2016 και Stanev v. Bulgaria [GC], no. 36760/06, § 230, ECHR 2012), αλλά, θα προσέθετα, και ενόψει της ευμενέστερης θέσης τους να γνωρίζουν τις ανάγκες του τόπου τους.

Συνεπώς, η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ουσίας της αντιδικίας ένεκα του ευρήματος ότι δεν απολαμβάνει δικαιοδοσίας να εκδικάσει την τελευταία, δεν συνεπάγεται αφ' ευατής παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, ακόμα και εάν στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν μπορεί να προσφύγει σε κανένα άλλο Δικαστήριο της χώρας αυτής (υπό μία έννοια δεν έχει πρόσβαση ως προς την ουσία της αξίωσης του σε κανένα Δικαστήριο της χώρας). Τούτο δεικνύει η νομολογία του ΕΔΑΔ (ίδετε ενδεικτικά την υπόθεση NAÏT-LIMAN v. SWITZERLAND, Application no.51357/07) στην οποία, λόγω των ιδιαζόντων περιστατικών της, κρίθηκε ότι ο επιβληθείς περιορισμός ήταν ανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας του δικαστικού συστήματος), εξ ου και σε παραπάνω σημεία του παρόντος γίνεται αναφορά σε «καταρχήν» δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων για εκδίκαση της ουσίας της αντιδικίας και περί «μαχητού» τεκμηρίου αυτής της δικαιοδοσίας.

Παρεπόμενα του ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας του Ειδικού Δικαστηρίου αναιρεί την αντίστοιχη των Επαρχιακών και vice versa, εγείρεται, πλειστάκις, ένσταση (ιδίως προδικαστική) αμφισβητούσα την δικαιοδοσία του δικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Ακόμα όμως και στη περίπτωση που η εν λόγω ένσταση δεν προωθείται προδικαστικά, είναι φρόνιμο όπως το Δικαστήριο, εξ απόψεως ορθολογιστικής αλλά και αποτροπής της σπατάλης του δημοσίου χρήματος και του πολύτιμου δικαστικού χρόνου, αποφανθεί πρώτιστα επί δικαιοδοτικών ζητημάτων και, νοουμένου ότι αποφαίνεται θετικά, να εκδικάσει την ουσία της αντιδικίας. Επί τούτου, ίδετε την υπόθεση Πετράκη Μαρία ν. Μάριου Φωτίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 625.

Click here to continue reading ...

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.