Η άσκηση βίας, σε οποιαδήποτε μορφή και έκταση, είναι κατακριτέα και καταδικαστέα. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ή να υποβαθμίζουμε οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις, το παρόν άρθρο εστιάζεται κυρίως στην ενδοοικογενειακή βία και στη βία κατά των γυναικών, η οποία, ελέω πανδημίας, έχει αυξηθεί και εξακολουθεί να αυξάνεται σε ανησυχητικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία δημοσίευσε ο Σύνδεσμός για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια, μόνο τον πρώτο μήνα κατά τον οποίο επιβλήθηκε η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας (lockdown) στην Κύπρο το 2020, καταγράφηκαν, κατά μέσο όρο, περίπου 10 κλήσεις περιστατικών βίας στην οικογένεια ημερησίως. Αναμένεται δε, οι συγκεκριμένοι αριθμοί, ένα χρόνο μετά την έξαρση της πανδημίας να έχουν εκτοξευθεί, ενώ ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι στις πλείστες των περιπτώσεων τα περιστατικά βίας δεν καταγγέλλονται.

Παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βίας εναντίων γυναικών παρουσιάζουν έξαρση στις μέρες μας εξαιτίας, μεταξύ άλλων, των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων τις οποίες επέφερε η πανδημία, οι συγκεκριμένες μορφές βίας, δυστυχώς, αποτελούν κοινωνικά καρκινώματα, ανά το παγκόσμιο, τα οποία χρονίζουν. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων προς παρεμπόδιση τέτοιων περιστατικών και παροχής προστασίας σε θύματα τέτοιων περιπτώσεων, υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011 και υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας («η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»), η οποία αποτελεί το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό μέσο για την πρόληψη και καταπολέμηση όλων των μορφών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε με την υπογραφή της Σύμβασης το 2015 ενώ το 2017 προχώρησε με την κύρωση της, θέτοντας σε ισχύ τον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικός) Νόμος του 2017.

Στην Κύπρο, το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα εκάστου πολίτη στη σωματική ακεραιότητα (Άρθρο 7), στην ελευθερία και προσωπική ασφάλεια (Άρθρο 11), ως επίσης το δικαίωμα απόλαυσης της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής εκάστου πολίτη (Άρθρο 15). Περαιτέρω, οι περισσότερες μορφής βίας καθώς επίσης και σεξουαλικής φύσεως αδικήματα αναγνωρίζονται στην Κυπριακή έννομη τάξη ως ποινικά αδικήματα μέσω του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (Κεφ. 154).

Σημαντικό ρόλο στην έννομη προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας διαδραματίζει ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000 (Ν. 119 (Ι)/2000). Συγκεκριμένα, μέσα από τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, περιστατικά όπως, μεταξύ άλλων, η επίθεση, ο τραυματισμός, η άσκηση βαριάς σωματικής βλάβης, ακόμα και η συνουσία δια της βίας, τα οποία διαπράττονται από ένα μέλος της οικογένειας εις βάρος άλλου, καθίστανται ως αδικήματα αυξημένης σοβαρότητας, προβλέποντας παράλληλα αυξημένες ποινές από αυτές που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα. Παράλληλα, μέσα από τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου, δίδεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας ή στην αστυνομία και/ή σε δημόσιους λειτουργούς, εκ μέρους οποιουδήποτε μέλους οικογένειας, να αποταθεί στο Δικαστήριο για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού υπόπτου διάπραξης αδικημάτων που αφορούν βία στην οικογένεια ή απομάκρυνσης ανήλικου θύματος, μέχρι την καταχώρηση και εκδίκαση ποινικής υπόθεσης για το εν λόγω περιστατικό. Ακόμα, το Δικαστήριο κατέχει δικαιοδοσία να εκδώσει εναντίον προσώπου, το οποίο κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στο εν λόγω πρόσωπο να εισέρχεται ή να παραμένει στην οικογενειακή κατοικία («Διάταγμα αποκλεισμού»).

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου εν σχέση με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βίας εναντίων γυναικών, μόλις πρόσφατα και συγκεκριμένα στις 13 Μαΐου 2021, δημοσιεύτηκαν και τέθηκαν σε ισχύ δύο πολύ σημαντικοί νόμοι, ο περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2021 (Ν. 115(Ι)/2021) και ο περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος του 2021 (Ν. 144(Ι)/2021).

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.115(Ι)/2021, ως αδικήματα βίας κατά των γυναικών αναγνωρίζονται σειρά αδικημάτων τα οποία προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στον Ποινικό Κώδικα αλλά και στον Ν. 119 (Ι)/2000. Επιπρόσθετα αναγνωρίζονται ως αδικήματα για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου, μεταξύ άλλων, η άσκηση ψυχολογικής βίας, ήτοι συμπεριφοράς η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές, η σεξουαλική παρενόχληση εναντίων γυναικών, η διάδοση πορνογραφικού υλικού ή υλικού σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συγκατάθεση της γυναίκας, ακόμα και η οικονομική βία εναντίων γυναικών, ήτοι η αποστέρηση από το σύζυγο ή σύντροφο εξαρτώμενης οικονομικά γυναίκας τα αναγκαία προς το ζην. Για τα αδικήματα βίας κατά των γυναικών, η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει ότι ανεξαρτήτως της επιβολής οποιασδήποτε ποινής, το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, να διατάξει τον αποκλεισμό του προσώπου το οποίο κατηγορείται ή του καταδικασθέντα από δημόσιες παροχές ακόμα και τη διάλυση νομικού προσώπου το οποίο εμπλέκεται στα εν λόγω αδικήματα. Ακόμα, το Δικαστήριο κατέχει δικαιοδοσία, δυνάμει του Ν. 115(Ι)/2021, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης του θύματος και τη τοποθέτηση του σε ασφαλές μέρος, την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορούμενου από το χώρο διαμονής και/ή εργασίας και/ή οποιοδήποτε άλλο χώρο στον οποίο μπορεί να βρίσκεται το θύμα, ακόμα και διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στον κατηγορούμενο να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση το θύμα. Τέλος, η συγκεκριμένη νομοθεσία δίδει σε θύμα αδικήματος το οποίο διέπεται από τις πρόνοιες του, αγώγιμο δικαίωμα αξίωσης ειδικών και γενικών αποζημιώσεων έναντι του δράστη, το οποίο, είναι άξιο να σημειωθεί, ότι δεν παραγράφεται.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι πρόνοιες του περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος του 2021 (Ν. 144(Ι)/2021), σύμφωνα με τις οποίες πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε παρενόχληση και/ή συμπεριφορά, η οποία συνιστά παρακολούθηση και προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Ως συμπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση ορίζεται, μεταξύ άλλων, η ακολούθηση άλλου προσώπου, η παρακολούθηση της χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής επικοινωνίας άλλου προσώπου ή οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφορούν την προσωπική ζωή άλλου προσώπου, η επέμβαση στην περιουσία του, ακόμα και η κατασκοπεία. Πέραν από την επιβολή ποινής σε περίπτωση καταδίκης, Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου, δύναται να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να επιβάλλει, σε ύποπτο διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων, οποιαδήποτε απαγόρευση και/ή οποιοδήποτε περιορισμό κρίνει ως αναγκαίο υπό τις περιστάσεις. Εκτός από τα ποινικά αδικήματα, ο εν λόγω Νόμος καθιστά επίσης ως αστικό αδίκημα συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση και/ή παρακολούθηση και παρενόχληση, δίδοντας στο θύμα τη δυνατότητα καταχώρησης Αγωγής, αξιώνοντας αποζημιώσεις για ψυχική βλάβη και/ή οδύνη και/ή ανησυχία και/ή αγωνία και/ή για τη ζημιά που προκλήθηκε συνεπεία της διάπραξης του εν λόγω αστικού αδικήματος. Επίσης, το Δικαστήριο ασκώντας πολιτική δικαιοδοσία στα πλαίσια Αγωγής, δύναται να εκδώσει προσωρινό και/ή τελικό διάταγμα, επιβάλλοντας περιοριστικά και/ή απαγορευτικά μέτρα με σκοπό την προστασία και ασφάλεια του αιτητή.

Τέλος, είναι σημαντικό ν' αναφέρουμε ότι σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, η οποία αφορά συζύγους, ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990 (Ν. 23/1990) προσφέρει τη δυνατότητα στο Οικογενειακό Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης ενός από τους συζύγους και εφόσον ικανοποιηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις και υπάρχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι το επιβάλλουν, με το συμφέρον των παιδιών να λαμβάνεται υπ' όψη ως πρωταρχικός και κύριος παράγοντας, να εκδώσει διάταγμα παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης σε ένα εκ των συζύγων, ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ακινήτου.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.