Εισαγωγές, πωλήσεις και αποθέματα πετρελαιοειδών: Μάιος 2023

Κατά τον Μάιο 2023, οι συνολικές πωλήσεις πετρελαιοειδών έφτασαν τους 122.581 τόνους, σημειώνοντας άνοδο 1,4% σε σχέση με τον Μάιο 2022. Αύξηση καταγράφηκε στις προμήθειες πετρελαίου σε αεροπλάνα (9,1%), καθώς και στις πωλήσεις βαρέος μαζούτ (328,8%), κηροζίνης (58,0%), ασφάλτου (40,4%), υγραερίου (9,5%), πετρελαίου κίνησης (5,8%) και βενζίνης (4,0%). Αντίθετα, μείωση σημειώθηκε στις προμήθειες πετρελαίου σε πλοία (-12,7%), καθώς και στις πωλήσεις ελαφρού μαζούτ (-27,1%) και πετρελαίου θέρμανσης (-0,9%). Όσον αφορά ειδικότερα στις πωλήσεις από πρατήρια πετρελαιοειδών, αυτές παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 4,3% στους 56.144 τόνους.

Οι ολικές πωλήσεις πετρελαιοειδών κατά τον μήνα Μάιο 2023 σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2023 σημείωσαν αύξηση 16,2%. Ενδεικτικά, αυξήθηκαν οι προμήθειες πετρελαίου σε πλοία (82,1%) και σε αεροπλάνα (15,1%), οι πωλήσεις πετρελαίου κίνησης (16,5%) και βενζίνης (12,8%). Τα ολικά αποθέματα πετρελαιοειδών στο τέλος Μαΐου 2023 μειώθηκαν κατά 6,8% σε σχέση με το τέλος του προηγούμενου μήνα.

Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2023, οι ολικές πωλήσεις πετρελαιοειδών σημείωσαν πτώση 3,8% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.

Πηγή:Cystat

Imports, sales and stocks of petroleum products: May 2023

In May 2023, the total sales of petroleum products amounted to 122.581 tonnes, recording an increase of 1,4% compared to May 2022. A rise was observed in the provisions of aviation kerosene (9,1%), as well as in the sales of heavy fuel oil (328,8%), kerosene (58,0%), asphalt (40,4%), liquefied petroleum gases (9,5%), road diesel (5,8%) and motor gasoline (4,0%). On the contrary, a decrease was observed in the provisions of marine gasoil (-12,7%), as well as in the sales of light fuel oil (-27,1%) and heating gasoil (-0,9%). As far as the sales from filling stations are specifically concerned, these have registered an increase of 4,3% to 56.144 tonnes.

The total sales of petroleum products in May 2023 compared to April 2023 recorded an increase of 16,2%. Indicatively, the provisions of marine gasoil and aviation kerosene rose by 82,1% and 15,1% respectively, and so did the sales of road diesel (16,5%) and motor gasoline (12,8%). The total stocks of petroleum products at the end of May 2023 fell by 6,8% compared to the end of the previous month.

During the period January – May 2023, the total sales of petroleum products dropped by 3,8% compared to the corresponding period of the previous year.

Source:Cystat

Αναλυτικά αποτελέσματα Aπογραφής Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων 2020

Η Στατιστική Υπηρεσία ανακοινώνει τα αναλυτικά αποτελέσματα της Απογραφής Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων 2020.

Εκμεταλλεύσεις και γεωργική έκταση

Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων που καταγράφηκαν στην Απογραφή του 2020 ήταν 34.046, σημειώνοντας μείωση 12,4% σε σύγκριση με την προηγούμενη Απογραφή του 2010.

Η συνολική γεωργική έκταση που δηλώθηκε το 2020 ήταν 1.462.879 δεκάρια, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 6,2% σε σχέση με το 2010. Από αυτήν, τα 1.341.359 δεκάρια ήταν χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση (αύξηση 13,3% σε σχέση με το 2010), τα 83.391 δεκάρια ήταν εγκαταλελειμμένες ή ακαλλιέργητες εκτάσεις (μείωση 43,7%), τα 32.754 δεκάρια ήταν γη που κατελάμβαναν κτίρια όπως αποθήκες, στάβλοι και άλλες εγκαταστάσεις, καθώς και αυλές ή δρόμοι μέσα στην εκμετάλλευση (μείωση 11,1%) και τα υπόλοιπα 5.375 δεκάρια ήταν δασικές εκτάσεις (μείωση 38,0%).

Η μέση χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση ανά εκμετάλλευση υπολογίστηκε το 2020 στα 39 δεκάρια, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 29,3% σε σχέση με το 2010.

Η κατανομή της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης στις διάφορες επαρχίες και η μεταβολή σε σχέση με την Απογραφή του 2010 αφορά στον τόπο όπου βρίσκονται οι εκτάσεις. Με βάση τα αποτελέσματα της Απογραφής Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων 2020, οι κοινότητες με τη μεγαλύτερη χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση ήταν η Αθιένου (29.516 δεκάρια), η Αραδίππου (26.799 δεκάρια), το Παλαιομέτοχο (21.220 δεκάρια), το Αυγόρου (20.446 δεκάρια), η Ξυλοφάγου (17.524 δεκάρια), η Ξυλοτύμβου (16.963 δεκάρια), το Μένικο (15.705 δεκάρια) και η Περιστερώνα Λευκωσίας (15.656 δεκάρια).

Κάτοχοι ή διαχειριστές εκμεταλλεύσεων

Το 97,5% των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα (ατομικές ή συνδιαχείριση), το 0,2% στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) και το υπόλοιπο 2,3% λειτουργούν ως εταιρείες, συνεταιρισμοί ή με άλλη μορφή. Σε σύγκριση με την Απογραφή του 2010, παρατηρήθηκε μείωση στο ποσοστό των εκμεταλλεύσεων που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα (98,8% το 2010) και αύξηση στο ποσοστό των εταιρειών (1,0% το 2010), ενώ το μερίδιο του δημοσίου ή των ΝΠΔΔ παραμένει σταθερό στο 0,2%.

Η Απογραφή του 2020 έδειξε ότι το 51,7% των κατόχων και μελών του νοικοκυριού είχαν τη γεωργία ή/και την κτηνοτροφία ως κύριο ή μοναδικό επάγγελμα, ενώ το 48,3% εργοδοτούνταν κυρίως σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας (έναντι 48,9% και 51,1% αντίστοιχα το 2010).

Οι άντρες αποτελούν το 78,8% του συνόλου των κατόχων ή διαχειριστών των εκμεταλλεύσεων σε σύγκριση με 73,6% το 2010. Το μερίδιο των γυναικών κατόχων ή διαχειριστών περιορίστηκε στο 21,2% το 2020 από 26,4% το 2010.

Η μέση ηλικία των κατόχων ή διαχειριστών των εκμεταλλεύσεων παρέμεινε σταθερή στα 63 έτη όπως και στην Απογραφή του 2010. Με βάση την ηλικιακή κατανομή τους, το 2,5% των εκμεταλλεύσεων τύγχανε κατοχής ή διαχείρισης από άτομα κάτω των 35 ετών, το 21,1% από άτομα μεταξύ 35 και 54 ετών, το 59,3% από άτομα μεταξύ 55 και 74 ετών και το 17,1% από άτομα 75 ετών και άνω. Οι σημαντικότερες αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην ηλικιακή διάρθρωση των κατόχων ήταν η αύξηση του ποσοστού των κατόχων ηλικίας κάτω των 25 ετών και άνω των 65 ετών, ενώ οι ενδιάμεσες ηλικίες παρουσίασαν μείωση στην ποσοστιαία κατανομή τους σε σχέση με το 2010.

Η πλειοψηφία των κατόχων ή διαχειριστών των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων (68,5%) είχε μόνο πρακτική πείρα, το 30,4% βασική γεωργική εκπαίδευση και μόνο το 1,1% πλήρη γεωργική εκπαίδευση. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Απογραφή του 2010 ήταν 94,3%, 5,3% και 0,4%.

Διακατοχή και χρήση γης

Από τη συνολική χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση, αύξηση καταγράφηκε στο ποσοστό της ενοικιαζόμενης ως προς το σύνολο (από 51,5% το 2010 σε 57,4% το 2020), ενώ μείωση παρατηρήθηκε στο ποσοστό της ιδιόκτητης (από 46,0% το 2010 σε 41,6% το 2020). Η κοινόχρηστη ή άλλης μορφής έκταση μειώθηκε από 2,0% το 2010 σε 0,7% το 2020, ενώ η μεσιακή παρέμεινε σταθερή στο 0,3%.

Σε σχέση με τη χρήση της γης, αύξηση κατά 20,5% παρατηρήθηκε στις εκτάσεις των ετήσιων καλλιεργειών στο ύπαιθρο, κατά 9,8% στις εκτάσεις σε θερμοκήπια ή ψηλά προσπελάσιμα στέγαστρα και κατά 5,5% στους μόνιμους βοσκότοπους, ενώ μείωση κατά 6,0% σημειώθηκε στις εκτάσεις των πολυετών (μόνιμων) καλλιεργειών στο ύπαιθρο, σε σύγκριση με την Απογραφή του 2010.

Από τις ετήσιες καλλιέργειες στο ύπαιθρο, τα φυτά που συγκομίζονται χλωρά (πράσινα) και προορίζονται κυρίως για ζωοτροφές ή βόσκηση καταλαμβάνουν το 38,7% του συνόλου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να καλλιεργούνται στην Αθιένου (24.809 δεκάρια) και στην Αραδίππου (23.158 δεκάρια). Ακολουθούν τα διάφορα είδη σιτηρών για την παραγωγή καρπού, που αποτελούν το 20,8% του συνόλου, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να σπέρνονται στο Παλαιομέτοχο (11.256 δεκάρια) και στο Μένικο (9.084 δεκάρια).

Σημαντικές μεταβολές καταγράφηκαν στις εκτάσεις των ετήσιων καλλιεργειών στο ύπαιθρο, ειδικότερα στα βιομηχανικά φυτά, στα φυτά που συγκομίζονται χλωρά και στις αγραναπαύσεις, που αυξήθηκαν κατά 73,6%, 57,8% και 48,9% αντίστοιχα σε σχέση με το 2010. Οι καλλιέργειες των νωπών λαχανικών, πεπονοειδών και φραουλών και των ανθέων και διακοσμητικών φυτών μειώθηκαν σε έκταση κατά 20,5% και 16,9% αντίστοιχα σε σύγκριση με το 2010.

Από τις μόνιμες καλλιέργειες στο ύπαιθρο, οι ελαιώνες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο έκτασης (9,0%) με τα περισσότερα δένδρα να βρίσκονται στον Λυθροδόντα (έκταση 4.457 δεκαρίων) και στα Πάνω Λεύκαρα (έκταση 1.859 δεκαρίων). Ακολουθούν οι αμπελώνες με 4,9% επί του συνόλου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, με τις μεγαλύτερες εκτάσεις να καταγράφονται στην Πάνω Παναγιά της Πάφου (3.174 δεκάρια) και στο Όμοδος (2.926 δεκάρια).

Αξιοσημείωτη αύξηση της τάξης του 30,7% σημειώθηκε στην καλλιεργηθείσα έκταση των φυτωρίων σε σύγκριση με το 2010, ενώ μείωση παρουσιάστηκε στα δένδρα για καρπούς με κέλυφος (29,6%), στα αμπέλια (13,4%) και στα εσπεριδοειδή (9,0%).

Οι μεγαλύτερες εκτάσεις μόνιμων βοσκότοπων καταγράφηκαν στην επαρχία Πάφου, με τη Λαπηθιού στα 1.118 δεκάρια και τα Κελοκέδαρα στα 973 δεκάρια.

Οι μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιεργειών σε θερμοκήπια ή κάτω από ψηλά προσπελάσιμα στέγαστρα καταγράφηκαν στο Μαρώνι με 526 δεκάρια και στη Σωτήρα Αμμοχώστου με 525 δεκάρια.

Άρδευση

Η συνολική αρδεύσιμη έκταση που καταγράφηκε το 2020 ήταν 381.250 δεκάρια, σημειώνοντας μείωση 6,5% σε σύγκριση με 407.941 δεκάρια το 2010. Η συνολική έκταση που καταγράφηκε ως αρδευθείσα μειώθηκε κατά 7,6% στα 266.076 δεκάρια, από 287.806 δεκάρια το 2010.

Από τις εκτάσεις στο ύπαιθρο, οι πατάτες, τα λαχανικά, τα πεπονοειδή και οι φράουλες, τα άνθη και διακοσμητικά φυτά και τα εσπεριδοειδή ήταν οι κυριότερες κατηγορίες καλλιεργειών με άνω του 99,0% των εκτάσεών τους να αρδεύονται. Από τις ετήσιες καλλιέργειες στο ύπαιθρο, ακολουθούν τα βιομηχανικά φυτά με αρδευθείσα έκταση 88,3% και τα όσπρια για ξηρό καρπό με 46,5%.

Στις μόνιμες καλλιέργειες στο ύπαιθρο αρδεύονται κυρίως τα μηλοειδή και πυρηνόκαρπα δένδρα με 96,7% της έκτασής τους να ποτίζεται, τα ελαιόδενδρα με αρδευθείσα έκταση 69,5% και τα δένδρα για καρπούς με κέλυφος με 26,3%. Από την έκταση με αμπέλια αρδευόταν μόνο το 15,5%, ενώ οι υπόλοιπες καλλιέργειες εξαρτώνται κυρίως από το νερό της βροχής.

Οι εκτάσεις σε θερμοκήπια ή υπό ψηλά προσπελάσιμα στέγαστρα και οι οικογενειακοί λαχανόκηποι θεωρούνται ότι είναι πλήρως αρδεύσιμες και αρδευόμενες, συνεπώς εξαιρούνται από τη συνολική αρδεύσιμη και αρδευθείσα έκταση.

Κτηνοτροφία

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά και η διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων που κατείχαν άμεσα ή διαχειρίζονταν ζώα αναφέρονται στην 31η Δεκεμβρίου 2020.

Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων με βοοειδή ήταν 311, παρουσιάζοντας αύξηση 12,3% σε σχέση με 277 που καταγράφηκαν το 2010. Ο πληθυσμός των βοοειδών που καταγράφηκε ήταν 83.561 κεφαλές, εκ των οποίων το 28,1% (23.498 κεφαλές) ήταν κάτω του ενός έτους, το 16,8% (14.033 κεφαλές) ήταν 1 μέχρι 2 ετών και το 55,1% (46.030 κεφαλές) ήταν 2 ετών και άνω. Η πλειοψηφία των βοοειδών, δηλαδή το 66,4%, είχαν ελεύθερο σταβλισμό με διαχείριση στερεής και υδαρούς κοπριάς, το 4,5% ήταν δεμένα με ορθοστάτες με διαχείριση κοπριάς, το 10,2% βρίσκονταν συνήθως σε εξωτερικούς χώρους και το υπόλοιπο 18,8% είχαν άλλους τύπους σταβλισμού.

Μόνο 156 εκμεταλλεύσεις δήλωσαν χοίρους, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση της τάξης του 75,3% σε σύγκριση με τις 631 εκμεταλλεύσεις που είχαν καταγραφεί το 2010. Παρ' όλα αυτά, ο αριθμός των χοίρων παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με 323.522 κεφαλές, από τις οποίες το 10,4% του συνόλου καταλαμβάνουν οι χοιρομητέρες αναπαραγωγής (33.612 κεφαλές), το 36,8% τα χοιρίδια βάρους ζώντος ζώου κάτω των 20 κιλών (119.203 κεφαλές) και το 52,8% διάφοροι άλλοι χοίροι (170.707 κεφαλές). Οι περισσότεροι χοίροι, δηλαδή το 97,8%, στεγάζονταν σε στάβλους με εξ' ολοκλήρου ή μερικώς σχιστό/δικτυωτό δάπεδο ενώ οι υπόλοιποι σε στάβλους με συμπαγές δάπεδο ή βαθιών απορριμμάτων ή άλλου τύπου.

Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων με προβατοειδή έφτασε τις 1.509 σε σύγκριση με 1.391 εκμεταλλεύσεις το 2010, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 8,5%. Ο συνολικός αριθμός των προβάτων που καταγράφηκε έφτασε τα 327.882. Από αυτά, το 71,8% (235.411 κεφαλές) ήταν προβατίνες αναπαραγωγής και το 28,2% (92.471 κεφαλές) άλλα πρόβατα.

Μείωση κατά 20,3% σε σχέση με το 2010 σημειώθηκε στις εκμεταλλεύσεις που διαχειρίζονται αιγοειδή (από 1.990 το 2010 σε 1.587 το 2020). Ο συνολικός αριθμός των ζώων που καταγράφηκε ήταν 232.831, με την πλειοψηφία (72,4%) να είναι θηλυκά αναπαραγωγής (168.518 κεφαλές) και τα υπόλοιπα (27,6%) να είναι άλλα αιγοειδή (64.313 κεφαλές).

Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής μειώθηκε κατά 54,2% (από 2.569 εκμεταλλεύσεις το 2010 σε 1.176 εκμεταλλεύσεις το 2020). Μείωση παρουσιάστηκε επίσης στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν όρνιθες αυγοπαραγωγής, κατά 14,8% (από 7.268 εκμεταλλεύσεις το 2010 σε 6.192 το 2020). Το 68,4% του συνόλου των ορνίθων αυγοπαραγωγής στεγάζονταν σε κλωβοστοιχία, το 13,6% σε στάβλους βαθιών απορριμμάτων, το 11,4% ήταν ελευθέρας βοσκής και το υπόλοιπο 6,6% σε εγκαταστάσεις πολλαπλών επιπέδων και σε άλλους τύπους. Από τις εγκαταστάσεις κλωβοστοιχίας, η πλειοψηφία (90,8%) ήταν με ζώνες διαχείρισης κοπριάς.

Βιολογική καλλιέργεια και εκτροφή

Ο συνολικός αριθμός των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που καταγράφηκε όπου, είτε εφαρμόζονται και πιστοποιούνται είτε τελούν υπό μεταβατικό καθεστώς προς πιστοποίηση μέθοδοι βιολογικής καλλιέργειας και εκτροφής, έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας τις 1.250 εκμεταλλεύσεις το 2020 από τις 364 το 2010.

Η συνολική έκταση των βιολογικών καλλιεργειών το 2020 αυξήθηκε κατά 173,4%, από 19.987 δεκάρια το 2010 σε 54.650 δεκάρια το 2020. Όσον αφορά τη βιολογική εκτροφή ζώων το 2020, τα βοοειδή αριθμούσαν 578, τα αιγοπρόβατα 5.091 και τα πουλερικά 35.873 κεφαλές (έναντι 4.221 αιγοπροβάτων και 1.094 πουλερικών το 2010).

Απασχόληση

Με βάση τα αποτελέσματα της Απογραφής του 2020, προκύπτει ότι ο συνολικός όγκος εργασίας στις γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις το 2020 έφτασε τις 4.685.641 εργάσιμες ημέρες που ισοδυναμεί σε 19.125 πλήρως απασχολούμενα άτομα, σημειώνοντας μείωση 9,5% σε σχέση με το 2010. Η απασχόληση των κατόχων και μελών των νοικοκυριών τους μειώθηκε κατά 20,1%, και των εποχικών εργατών κατά 40,4%, ενώ ημέρες εργασίας των μόνιμων εργατών αυξήθηκαν κατά 34,6% σε σχέση με το 2010.

Από τον συνολικό αριθμό απασχολουμένων στις εκμεταλλεύσεις (105.187 άτομα), το 66,0% ήταν άνδρες. Σε σχέση με το 2010, α αριθμός των ανδρών απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,6%, ενώ των γυναικών μειώθηκε κατά 18,6%.

Πηγή:Cystat

Detailed results of the Census of Agriculture 2020

The Statistical Service announces the detailed results of the Census of Agriculture 2020.

Holdings and agricultural area

The total number of holdings enumerated during the Census 2020 was 34.046, recording a decrease of 12,4% compared to the previous Census of 2010.

The total agricultural area reported in 2020 was 1.462.879 decares, recording an increase of 6,2% compared to 2010. Of this area, 1.341.359 decares were utilised agricultural area (an increase of 13,3% compared to 2010), 83.391 decares were abandoned or uncultivated land (decrease of 43,7%), 32.754 decares were land occupied by buildings such as warehouses, stables and other facilities, as well as yards or roads within the holding (decrease of 11,1%) and the remaining 5.375 decares were woodlands (decrease of 38,0%).

The average utilised agricultural area per holding in 2020 was estimated at 39 decares, recording an increase of 29,3% compared to 2010.

The distribution of the utilised agricultural area among the various administrative districts and the percentage change in relation to the Census of 2010 refers to the place in which the land is located. Based on the results of the Census of Agriculture 2020, the communities with the largest utilised agricultural area were Athienou (29.516 decares), Aradippou (26.799 decares), Palaiometocho (21.220 decares), Avgorou (20.446 decares), Xylofagou (17.524 decares), Xylotymvou (16.963 decares), Meniko (15.705 decares) and Peristerona Lefkosias (15.656 decares).

Holders or managers of the holdings

The 97,5% of agricultural and livestock holdings belong to natural persons (individual or shared ownership), 0,2% to public or government entities and the remaining 2,3% are operated as companies, associations or in another form. Compared to the Census 2010, there was a decrease in the share of holdings owned by natural persons (98,8% in 2010) and an increase in the share of companies (1,0% in 2010), while the share of public or government entities remained stable at 0,2%.

The Census 2020 showed that 51,7% of the holders or managers of the holdings had agriculture and/or livestock farming as their main or sole occupation, while 48,3% were mainly employed in other sectors of economic activity (compared to 48,9% and 51,1% respectively in 2010).

Males account for 78,8% of all holders or managers of holdings compared to 73,6% in 2010. The share of female holders or managers decreased to 21,2% in 2020 from 26,4% in 2010.

The average age of holders or managers of holdings remained stable at 63 years, as in the Census 2010. Based on their age distribution, 2,5% of holdings were owned or managed by persons under the age of 35, 21,1 % by persons between 35 and 54 years old, 59,3% by persons aged 55 to 74 years and 17,1% by persons aged 75 years and more. The most important changes observed in the age structure of the holders was the increase in the proportion of holders or managers under 25 years old and over 65 years old, while the intermediate ages showed a decrease in their percentage distribution compared to 2010.

The majority of holders or managers of agricultural and livestock holdings (68,5%) had practical experience only, 30,4% had only basic training and a mere 1,1% had full agricultural training. The corresponding percentages in the Census 2010 were 94,3%, 5,3% and 0,4%.

Land tenure and land use

An increase was recorded in the share of rented area to the total utilised agricultural area (from 51,5% in 2010 to 57,4% in 2020), while a decrease was observed in the share of owned area (from 46,0% in 2010 to 41,6% in 2020). Common land or land of other status decreased from 2,0% in 2010 to 0,7% in 2020, while the jointly owned area remained stable at 0,3%.

In relation to land use, a rise of 20,5% was observed in the areas of temporary crops outdoor, of 9,8% in the areas in greenhouses under glass or high accessible cover and of 5,5% in permanent grassland, while a fall of 6,0% was recorded in the areas of permanent crops outdoor, compared to the Census 2010.

Of the temporary crops outdoor, plants harvested green and intended mainly for animal feed or grazing occupy 38,7% of the total utilised agricultural area, with the largest areas cultivated in Athienou (24.809 decares) and Aradippou (23.158 decares). The different types of cereals for the production of grain follow with a share of 20,8%, with the largest areas being sown in Palaiometocho (11.256 decares) and Meniko (9.084 decares).

Significant changes were recorded in the areas of temporary crops outdoor, especially industrial crops, plants harvested green and fallow land, which increased by 73,6%, 57,8% and 48,9% respectively compared to 2010. Crops of fresh vegetables, melons and strawberries, as well as flowers and ornamental plants, decreased in area by 20,5% and 16,9% respectively compared to 2010.

Of the permanent crops outdoor, olive plantations hold the largest share of the area (9,0%), with most trees located in Lythrodontas (area of 4.457 decares) and in Pano Lefkara (area of 1.859 decares). They are followed by vineyards with 4,9% of the total utilised agricultural area, with the largest plantations found in Pano Panagia of Pafos (3.174 decares) and in Omodos (2.926 decares).

A noteworthy increase of 30,7% compared to 2010 was registered in the cultivated area of nurseries, while a decrease was recorded in nuts (29,6%), in vineyards (13,4%) and in citrus fruits (9,0%).

The largest areas of permanent grasslands were recorded in the district of Pafos, with Lapithiou at 1.118 decares and Kelokedara at 973 decares.

The largest areas of crops in greenhouses under glass or high accessible cover were recorded in Maroni (526 decares) and in Sotira Ammochostou (525 decares).

Irrigation

The total irrigable area recorded in 2020 was 381.250 decares, registering a decrease of 6,5% compared to 407.941 decares in 2010. The total area reported as irrigated decreased by 7,6% to 266.076 decares, from 287.806 decares in 2010.

Of the outdoor area, potatoes, vegetables, melons and strawberries, flowers and ornamental plants and citrus fruits constituted the main crop categories with more than 99,0% of their area being irrigated. Of the temporary crops outdoor, industrial plants follow with an irrigated area of 88,3% and dry pulses for the production of grain with 46,5%. Among permanent crops outdoor, mainly pome and stone fruit trees are irrigated with 96,7%, olive trees with 69,5% and nuts with 26,3% of their area being irrigated. Only 15,5% of the area with vineyards was irrigated, while the rest of the crops are dependent mainly on rainwater.

Areas in greenhouses under glass or high accessible cover and kitchen gardens are considered to be fully irrigable and irrigated and are therefore excluded from the total irrigable and irrigated areas.

Livestock

The main characteristics and the structure of holdings that directly owned or managed animals are reported with reference to 31 December 2020.

The total number of holdings with cattle was 311, recording an increase of 12,3% compared to 277 reported in 2010. The cattle population numbered 83.561 heads, of which 28,1% (23.498 heads) were under one year old, 16,8% (14.033 heads) were aged 1 to 2 years old and 55,1% (46.030 heads) were 2 years old or older. The majority of cattle (66,4%) were placed in free stalls with solid and slurry manure management, 4,5% were in tied stalls with manure management, 10,2% were usually outdoors and the remaining 18,8% had other types of housing.

Only 156 holdings declared pigs, recording a significant decrease of 75,3% compared to the 631 holdings recorded in 2010. Nevertheless, the number of pigs remained at the same levels with 323.522 heads, of which 10,4% of the total were breeding sows (33.612 heads), 36,8% were piglets with live weight under 20 kg (119.203 heads) and 52,8% were various other pigs (170.707 heads). Most pigs (97,8%) were housed in stables with fully or partially slatted floors, while the rest were housed in stables with solid floors or deep litter or other types.

The total number of holdings with sheep reached 1.509 compared to 1.391 holdings in 2010, recording an increase of 8,5%. The total number of sheep recorded reached 327.882 heads. Of these, 71,8% (235.411 heads) were breeding females and 28,2% (92.471 heads) were other sheep.

A decrease of 20,3% compared to 2010 was observed in the holdings managing goats (from 1.990 in 2010 to 1.587 in 2020). The total number of animals recorded was 232.831, with the majority (72,4%) being breeding females (168.518 heads) and the remaining (27,6%) being other goats (64.313 heads).

The total number of holdings raising broilers declined by 54,2% (from 2.569 holdings in 2010 to 1.176 in 2020). There was also a decrease in the number of holdings raising laying hens, by 14,8% (from 7.268 holdings in 2010 to 6.192 in 2020). Of all laying hens, 68,4% were housed in cages, 13,6% in deep litter stables, 11,4% were free range and the remaining 6,6% in aviary and other types of housing. Of the cage housing, the majority (90,8%) were with manure belts.

Organic crops and animal production

The total number of agricultural and livestock holdings recorded, where organic farming and breeding methods and practices are either applied and certified or are under conversion to be certified, has tripled and reached 1.250 farms in 2020 from 364 in 2010.

The total utilized agricultural area under organic production methods in 2020 increased by 173,4%, from 19.987 decares in 2010 to 54.650 decares in 2020. In terms of organic animal production, in 2020, cattle numbered 578, sheep and goats 5.091 and poultry 35.873 heads (compared to 4.221 sheep and goats and 1.094 poultry in 2010).

Employment

Based on the results of the Census 2020, the total volume of work in agricultural and livestock holdings in 2020 reached 4.685.641 working days, which is equivalent to 19.125 full time working persons, thus registering a fall of 9,5% compared to 2010. The employment of the holders and family members employed on the holding decreased by 20,1% and of seasonal workers by 40,4%, while the working days of permanent employees increased by 34,6% compared to 2010.

Of the total number of employed persons on the holdings (105.187 persons), 66,0% were males. Compared to 2010, the number of males employed on the holdings increased by 1,6%, whereas the number of females decreased by 18,6%.

Source:Cystat

Υπουργικό: Έγκριση επτά μέτρων για κυρώσεις

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 28 Ιουνίου 2023 μια σειρά μέτρων για τον συντονισμό σε θέματα κυρώσεων.

Μετά τη συνεδρίαση, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «λαμβάνοντας υπόψη τις διαχρονικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, την ανάγκη για επίδειξη μηδενικής ανοχής και το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μια μικρή, ανοικτή και ευάλωτη οικονομία με σημαντική συνεισφορά του χρηματοοικονομικού τομέα και του τομέα επαγγελματιών υπηρεσιών, ο στόχος για διαφύλαξη του ονόματος της χώρας ως αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό κέντρο είναι καίριας σημασίας».

Ως εκ τούτου, πρόσθεσε, η Προεδρία, σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργείο Εξωτερικών, εισηγήθηκαν τη λήψη των ακόλουθων μέτρων, τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εγκρίνει.

Πρώτον, διορισμός ατόμου ως σημείο επαφής στο Υπουργείο Οικονομικών το οποίο θα είναι αρμόδιο για να λαμβάνει όλη την πληροφόρηση από κυπριακές και ξένες Αρχές και το οποίο θα έχει την ευθύνη για τη σωστή διάχυση όλων των πληροφοριών.

Στόχος είναι μέσω του διορισμού κεντρικού σημείου επαφής, η έγκαιρη παροχή πληροφοριών προς όλες τις κατευθύνσεις. Το άτομο θα θέτει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την επεξεργασία των πληροφοριών και θα αξιολογεί εισηγήσεις χειρισμού και λήψης μέτρων. Το άτομο αυτό θα πλαισιωθεί με την κατάλληλη υποστήριξη για να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την εργασία.

Δεύτερον, την υπογραφή συμφωνίας με το Πανεπιστήμιο Κύπρου με υπεύθυνο ερευνητή τον Δρα Μιλιδώνη για ένα έτος με δυνατότητα ανανέωσης, με σκοπό την υποστήριξη των ενεργειών για την εφαρμογή των κυρώσεων και περιοριστικών μέτρων στη Δημοκρατία.

Τρίτον, αξιολόγηση από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες Αρχές και τη Νομική Υπηρεσία εντός έξι μηνών οποιωνδήποτε άμεσων βελτιώσεων που χρήζει το νομοθετικό πλαίσιο. Η εν λόγω εργασία θα είναι συμπληρωματική της ευρύτερης εργασίας που διενεργείται για τη δημιουργία εθνικής μονάδας εφαρμογής κυρώσεων.

Τέταρτον, ετοιμασία μελέτης εντός 6 μηνών για τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της εποπτείας των εταιρειών παροχής διοικητικών υπηρεσιών στη Δημοκρατία, τόσο σε θέματα διακυβέρνησης όσο και σε θέματα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τη σύσταση ενιαίας εποπτικής Αρχής για τις εν λόγω εταιρείες. Η εν λόγω εργασία θα πρέπει να λάβει υπόψη τον ευρύτερο σχεδιασμό εποπτείας που τροχοδρομείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για την εκπόνηση της μελέτης, η οποία θα συντονίζεται υπό την Προεδρία και το Υπουργείο Οικονομικών, θα γίνει διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, περιλαμβανομένων του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.

Πέμπτο, υποβολή μελέτης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και την Αστυνομία Κύπρου εντός έξι μηνών που να αξιολογεί τις δυνατότητες των αρχών επιβολής του νόμου για τη διερεύνηση και δίωξη του οικονομικού εγκλήματος στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Δημοκρατίας ως χρηματοοικονομικού κέντρου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη θα πρέπει να εντοπίζει τυχόν ελλείψεις είτε σε προσωπικό είτε σε άλλα μέσα είτε σε διαδικασίες και να εισηγείται σχετικές λύσεις. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι συστάσεις της Επιτροπής Moneyval του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τη δημοκρατία.

Έκτο, διεξαγωγή ενημερωτικής εκστρατείας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό για θέματα διαφθοράς και συμμόρφωσης με το πλαίσιο για τα περιοριστικά μέτρα και κυρώσεις στη Δημοκρατία.

Έβδομο, διεξαγωγή εκστρατείας προβολής της Κύπρου, rebranding, σε συνεργασία με επαγγελματικούς συνδέσμους και άλλους φορείς.

Το Υπουργείο Εξωτερικών, με ρηματική διακοίνωση θα ενημερώσει τις Πρεσβείες για αυτές τις αποφάσεις».

Σε σχέση με τα μέτρα για τις κυρώσεις και ερωτηθείς αν αυτά λήφθηκαν μετά και από συντονισμό με άλλα κράτη ή οργανισμούς, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «αυτά είναι μέτρα που λαμβάνει η Κυπριακή Δημοκρατία θέλοντας να δείξει ακόμη μια φορά την προσήλωση της ως προς τη μηδενική ανοχή και ως προς τη διατήρηση και τη διασφάλιση του καλού ονόματος της χώρας μας. Βεβαίως, για να καταλήξουμε σε αυτά τα μέτρα, το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Οικονομικών και η Προεδρία με την Υφυπουργό παρά τω Προέδρω, που είχε την ευθύνη για αυτή την ετοιμασία αυτού του πλαισίου προτάσεων, έχουν μελετήσει καλές πρακτικές, βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών».

Πηγή:Stockwatch

Council of Ministers: Seven measures for sanctions

The Council of Ministers decided on 28 June 2023 a series of measures to coordinate sanctions.

According to the Government Spokesperson, the Presidency, in collaboration with the Ministry of Finance and the Ministry of Foreign Affairs, recommended taking the following measures, which the Council of Ministers has approved.

First, appointment of a person as a point of contact in the Ministry of Finance who will be responsible for receiving all information from Cypriot and foreign Authorities and who will be responsible for the proper dissemination of all information.

The aim is through the appointment of a central point of contact, the timely provision of information in all directions. The individual will set specific timelines for processing information and evaluate recommendations for handling and action. This person will be provided with the appropriate support to be able to respond to this task.

Secondly, the signing of an agreement with the University of Cyprus with responsible researcher Dr. Milidonis for one year with the possibility of renewal, in order to support the actions for the implementation of sanctions and restrictive measures in the Republic.

Thirdly, evaluation by the Ministry of Finance in collaboration with other competent Authorities and the Legal Service within six months of any immediate improvements needed by the legislative framework. This work will be complementary to the wider work being carried out to create a national sanctions enforcement unit.

Fourth, preparation of a study within 6 months to improve the governance and supervision of companies providing administrative services in the Republic, both in matters of governance and in matters of combating money laundering and terrorist financing and the establishment of a single supervisory authority for companies in question. This work should take into account the wider supervisory planning underway at European level. For the preparation of the study, which will be coordinated by the Presidency and the Ministry of Finance, there will be a consultation with the involved bodies, including the Association of Chartered Accountants of Cyprus, the Cyprus Bar Association and the Cyprus Capital Market Commission.

Fifth, submission of a study by the Ministry of Justice and Public Order and the Cyprus Police within six months that assesses the capabilities of law enforcement authorities to investigate and prosecute economic crime in the context of the Republic's activities as a financial center. Within this framework, the study should identify any deficiencies either in personnel or other means or procedures and suggest relevant solutions. The recommendations of the Council of Europe's Moneyval Commission on democracy should also be taken into account.

Sixth, conducting an information campaign both at home and abroad on issues of corruption and compliance with the framework for restrictive measures and sanctions in the Republic.

Seventh, carrying out a promotion campaign for Cyprus, rebranding, in collaboration with professional associations and other bodies.

The Ministry of Foreign Affairs will inform the embassies of these decisions by means of a verbal notification.

Source:Stockwatch

Στατιστικά στοιχεία καταθέσεων και δανείων των Νομισματικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ)

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δημοσίευσε στις 28 Ιουνίου τα στατιστικά στοιχεία καταθέσεων και δανείων των ΝΧΙ με μήνα αναφοράς τον Μάιο 2023, τα οποία περιλαμβάνονται στην έκδοση Νομισματικές και Χρηματοοικονομικές Στατιστικές, Ιουνίου 2023.

Οι συνολικές καταθέσεις τον Μάιο 2023 κατέγραψαν καθαρή αύξηση1 €164,8 εκ., σε σύγκριση με καθαρή μείωση €173,3 εκ. τον Απρίλιο 2023. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής έφτασε στο 2,6%, σε σύγκριση με 1,9% τον Απρίλιο 2023. Το υπόλοιπο των καταθέσεων τον Μάιο 2023 έφθασε στα €52,0 δισ.

Τα συνολικά δάνεια τον Μάιο 2023 κατέγραψαν καθαρή αύξηση €90,6 εκ., σε σύγκριση με καθαρή μείωση €130,9 εκ. τον Απρίλιο 2023. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής έφθασε στο -1,3%, παραμένοντας σταθερός σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2023. Το υπόλοιπο των συνολικών δανείων τον Μάιο 2023 έφθασε στα €25,1 δισ.

1) Ο όρος "καθαρή μείωση/αύξηση" αντιπροσωπεύει τον όρο "συναλλαγές", δηλαδή δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές που προήλθαν από αναταξινομήσεις, συναλλαγματικές και άλλες αναπροσαρμογές

Πηγή:Kεντρική Τράπεζα Κύπρου

Monetary Financial Institutions (MFIs) Deposits and Loans Statistics

The Central Bank of Cyprus released on 28 June 2023 the MFIs deposits and loans statistics for the reference month of May 2023, which are included in the June 2023 edition of Monetary and Financial Statistics.

Total deposits in May 2023 recorded a net increase1 of €164,8 million, compared with a net decrease of €173,3 million in April 2023. The annual growth rate stood at 2,6%, compared with 1,9% in April 2023. The outstanding amount of deposits reached €52,0 billion in May 2023.

Total loans in May 2023 recorded a net increase of €90,6 million, compared with a net decrease of €130,9 million in April 2023. The annual growth rate stood at -1,3%, remaining unchanged compared with April 2023. The outstanding amount of total loans reached €25,1 billion in May 2023.

1) Τhe term "net decrease/increase" represents the term "transactions", i.e. it does not include the changes resulting from reclassifications, exchange rate and other adjustments

Source:Central Bank of Cyprus

Δείκτης βιομηχανικής παραγωγής: Απρίλιος 2023

Ο Δείκτης βιομηχανικής παραγωγής για τον μήνα Απρίλιο 2023 έφθασε στις 127,2 μονάδες (βάση 2015=100), σημειώνοντας αύξηση 0,2% σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2022. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου– Απριλίου 2023, ο δείκτης παρουσίασε μείωση 0,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.

Στον τομέα της μεταποίησης παρατηρήθηκε αύξηση της τάξης του 1,4% σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2022. Αρνητική μεταβολή σημειώθηκε στους τομείς παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (-5,4%), παροχής νερού και ανάκτησης υλικών (-2,7%) και μεταλλείων και λατομείων (-0,6%).

Στον μεταποιητικό τομέα, οι σημαντικότερες θετικές μεταβολές σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2022 παρουσιάστηκαν στις εξής οικονομικές δραστηριότητες: παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών υλών, ειδών ένδυσης και δερμάτινων ειδών (+12,9%), παραγωγή βασικών μετάλλων και κατασκευή μεταλλικών προϊόντων (+12,0%) και κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού, μηχανοκίνητων οχημάτων και λοιπού εξοπλισμού μεταφορών (+5,4%). Αρνητικές μεταβολές παρατηρήθηκαν στις δραστηριότητες κατασκευής επίπλων και επισκευής/εγκατάστασης μηχανημάτων και εξοπλισμού (-3,6%) και βιομηχανίας τροφίμων, ποτών και προϊόντων καπνού (-1,8%).

Συγκρίνοντας τους ρυθμούς μεταβολής για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2023 με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, οι σημαντικότερες αυξήσεις παρατηρούνται στην παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών υλών, ειδών ένδυσης και δερμάτινων ειδών (+18,0%), στην ανάκτηση υλικών (+10,8%), στα μεταλλεία και λατομεία (+9,1%), στην παραγωγή βασικών μετάλλων και κατασκευή μεταλλικών προϊόντων (+8,4%) και στην κατασκευή άλλων μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων (+7,6%). Οι δραστηριότητες στις οποίες παρατηρούνται οι σημαντικότερες μειώσεις στην παραγωγή συγκριτικά με την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2022 ήταν αυτές της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (-14,1%), της συλλογής, επεξεργασίας και παροχής νερού (-10,1%) και της κατασκευής επίπλων και επισκευής/ εγκατάστασης μηχανημάτων και εξοπλισμού (-5,2%).

Πηγή:Cystat

Industrial production Index: April 2023

In April 2023, the Industrial Production Index reached 127,2 units (base 2015=100), recording an increase of 0,2% compared to April 2022. For the period January – April 2023, the index recorded a decrease of 0,2% compared to the corresponding period of the previous year.

The manufacturing sector registered an increase of 1,4% compared to April 2022. Negative changes were observed in the sectors of electricity supply (-5,4%), water supply and materials recovery (-2,7%) and mining and quarrying (-0,6%).

In the manufacturing sector, the most significant positive changes compared to April 2022 were observed in the manufacturing of textiles, wearing apparel and leather products (+12,9%), basic metals and fabricated metal products (+12,0%) and machinery and equipment, motor vehicles and other transport equipment (+5,4%). Negative changes were observed in the manufacturing of furniture and repair/installation of machinery and equipment (-3,6%) and the manufacture of food products, beverages and tobacco products (-1,8%).

Comparing the rates of change for the period January – April 2023 against the corresponding period of the previous year, the most significant positive changes were observed in the manufacturing of textiles, wearing apparel and leather products (+18,0%), materials recovery (+10,8%), mining and quarrying (+9,1%), manufacturing of basic metals and fabricated metal products (+8,4%) and manufacturing of other non-metallic mineral products (+7,6%). The most significant negative changes where a decrease in production was observed compared to the period January – April 2022 were those relating to electricity supply (-14,1%), water collection, treatment and supply (-10,1%) and the manufacturing of furniture and repair/installation of machinery and equipment (-5,2%).

Source:Cystat

Μέσες μηνιαίες απολαβές υπαλλήλων: 1ο τρίμηνο 2023

Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία, οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023, εκτιμώνται στα €2.217 σε σύγκριση με €2.068 το πρώτο τρίμηνο του 2022, δηλαδή παρατηρείται αύξηση 7,2%.

Οι μέσες ακαθάριστες απολαβές διορθωμένες ως προς τις εποχικές διακυμάνσεις, το πρώτο τρίμηνο του 2023 εκτιμώνται στα €2.289 και σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2022 παρατηρείται αύξηση 2,5%.

Οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των ανδρών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023, εκτιμώνται στα €2.376 και των γυναικών στα €2.016. Σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2022, οι μέσες μηνιαίες απολαβές των ανδρών και των γυναικών αυξήθηκαν κατά 7,3% και 6,7% αντίστοιχα.

Πηγή:Cystat

Average monthly earnings of employees: 1st quarter 2023

Based on provisional data, the average gross monthly earnings of employees during the first quarter of 2023, amounted to €2.217 compared to €2.068 during the first quarter of 2022, i.e. an increase of 7,2% is observed.

The average gross monthly earnings during the first quarter of 2023, seasonally adjusted, are estimated at €2.289 and compared to the fourth quarter of 2022 they are increased by 2,5%.

The average gross monthly earnings of male employees during the first quarter of 2023 are estimated at €2.376 and of female employees at €2.016. Compared to the first quarter of 2022, the average gross monthly earnings of male and female employees recorded an increase of 7,3% and 6,7% respectively.

Source:Cystat

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.