Ο Νόμος για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε Περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη, Ν. 25(I)/2001 (εφεξής ο «Νόμος»), θεσπίστηκε με στόχο να διασφαλίσει την πληρωμή των ημερομισθίων και των ετήσιων αδειών των εργοδοτουμένων, οι οποίες οφείλονται από τον εργοδότη, σε περίπτωση που ο τελευταίος καταστεί αφερέγγυος.

Αφερέγγυος, θεωρείται ο εργοδότης για τον οποίο έχει υποβληθεί αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, εάν είναι φυσικό πρόσωπο, ή για την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, εάν είναι νομικό πρόσωπο.

Σε περίπτωση που ένας εργοδότης κατέστη αφερέγγυος, ο προσωρινός εκκαθαριστής ή παραλήπτης της περιουσίας του οφείλει να ειδοποιήσει γραπτώς τους εργοδοτουμένους οι οποίοι επηρεάζονται από αυτή τη κατάσταση, μέσα σε ένα μήνα (το αργότερο) από τη γνωστοποίηση σε αυτόν, του διορισμού του, ενώ η πληρωμή των εν λόγω εργοδοτουμένων θα γίνει από ένα ειδικό ταμείο, το οποίο έχει ιδρυθεί δυνάμει του Νόμου ( εφεξής το «Ταμείο»).

Το ειδικό αυτό Ταμείο, οφείλει να καταβάλλει στους εργοδοτουμένους:

  1. Τα οφειλόμενα ημερομίσθια των δεκατριών τελευταίων εβδομάδων της απασχόλησής τους, τα οποία περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους. Ως ημερομίσθιο νοείται κάθε χρηματική αντιμισθία από την απασχόληση εργοδοτουμένου ή κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση, δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, εξαιρουμένων όμως έκτακτων προμηθειών και χαριστικών πληρωμών.
  2. την αναλογία των οφειλόμενών τους αδειών, για τις δεκατρείς τελευταίες εβδομάδες της απασχόλησής τους, που περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (σε περίπτωση που ο εν λόγω εργοδότης κατέχει πιστοποιητικό εξαίρεσης από την καταβολή εισφορών στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών).
  3. την αναλογία του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου μισθού (53ης έως 56ης εβδομάδας) που οφείλεται σε κάθε εργοδοτούμενο, για τις δεκατρείς τελευταίες εβδομάδες της απασχόλησής του, που περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία αφερεγγυότητας του εργοδότη του.

Πληρωμή από το Ταμείο δικαιούται κάθε εργοδοτούμενος του οποίου:

  1. η απασχόληση τερματίζεται επειδή ο εργοδότης του κατέστη αφερέγγυος.
  2. η απασχόληση τερματίζεται μετά από την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης του εργοδότη, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή δυνάμει των διατάξεων του περί Πτωχεύσεως Νόμου, εφόσον ο εργοδότης καθίσταται τελικά αφερέγγυος.
  3. η απασχόληση τερματίζεται μετά από τον διορισμό παραλήπτη ή διαχειριστή, εφόσον ο παραλήπτης ή ο διαχειριστής πιστοποιεί ότι ο εργοδότης έπαυσε να διεξάγει οποιαδήποτε εργασία και δεν υπάρχει ικανοποιητική περιουσία για την καταβολή των ημερομισθίων του.

Εν αντιθέσει, δεν δικαιούται σε πληρωμή από το Ταμείο εργοδοτούμενος ο οποίος:

  1. είναι μέτοχος και μέλος διοικητικού συμβουλίου σε εταιρεία η οποία τέθηκε υπό εκούσια εκκαθάριση.
  2. απασχολείται από τα Ιδρύματα των Ναυτικών, Στρατιωτικών και Αεροπορικών Δυνάμεων της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.
  3. δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο, αν ο εργοδότης του εργοδοτουμένου αυτού:

(α) δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο ούτε διεξάγει τις εργασίες του σ' αυτή, ή

(β) είναι εταιρεία που ανήκει αποκλειστικά σε μη μόνιμους κάτοικους Κύπρου, της οποίας η διοίκηση και ο έλεγχος διεξάγεται στην Κύπρο, αλλά οι υπόλοιπες δραστηριότητές της διεξάγονται εκτός Κύπρου.

iv. δεν έχει τη μόνιμη διαμονή του στην Κύπρο και υπηρετεί ως πλοίαρχος ή μέλος του πληρώματος Κυπριακού πλοίου ή ως κυβερνήτης ή μέλος πληρώματος αεροσκάφους του οποίου ο ιδιοκτήτης ή ο διαχειριστής έχει ως κύριο τόπο διεξαγωγής των εργασιών του την Κύπρο.

v. κατέχει μόνος ή από κοινού με συγγενείς του, μέχρι πρώτου βαθμού, ένα ουσιώδες μέρος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης του εργοδότη και ασκεί σημαντική επιρροή στις δραστηριότητες του.

Κάθε πρόσωπο το οποίο, σε γνώση του ή από αμέλεια, υποβάλλει οποιαδήποτε απαίτηση για πληρωμή από το ταμείο και η απαίτηση του αυτή είναι ψευδής ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της, ή σε γνώση του ή από αμέλεια, κάνει προφορικά ή γραπτώς οποιαδήποτε ψευδή βεβαίωση σε σχέση με τέτοια απαίτηση, ή παρουσιάζει για εξέταση σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση, οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο γνωρίζει ότι εσκεμμένα έχει παραποιηθεί, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο ποινές αυτές. Παράλληλα, κάθε πρόσωπο το οποίο σε γνώση του ή από αμέλεια υποβοηθά οποιοδήποτε πρόσωπο να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται και εκείνο στις ίδιες ποινές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που προκύψουν διαφορές κατά την εφαρμογή του Νόμου, αρμόδιο για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.